Κόκκινη κλωστή δεμένη
στην ανέμη τυλιγμένη
Δώσ' της κλώτσο να γυρίσει,
παραμύθι ν' αρχινίσει!
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια πριγκιποπούλα. Δεν ήταν όμορφη πολύ, μάλλον δεν ήταν όμορφη καθόλου, αλλά ήταν πολύ, μιλάμε για πάάάρα πολύ θεοσεβούμενη, ήταν και νύφη πολύφερνη κι έτσι ο μπαμπάς της ο Βασιλιάς δεν φοβότανε μη και του μείνει στο ράφι.
Έλα μου όμως που καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός και τον νταμπλά που ήρθε του καλού μας βασιλιά και απεδήμησεν εις κύριον. Τον κηδέψανε, τον θάψανε, τον κλάψανε βασιλικά και ζωή σε λόγου μας. Τι θα γίνει όμως μια ορφανή γαλαζοαίματη και απροστάτευτη κορασίδα μόνη εν μέσω ενός επικίνδυνου κόσμου;
Ευτυχώς ένας άλλος πλούσιος βασιλιάς από ένα άλλο βασίλειο στα πιο νότια πήρε υπό την προστασία του την ορφανή πριγκιποπούλα και το ορφανό βασίλειο.
Κάποτε ο καλός αυτός και φιλεύσπλαχνος άρχοντας πήγε στο πόλεμο, ως οφείλει άλλωστε κάθε άρχοντας που σέβεται τον εαυτό του. Έλα μου όμως που οι βάρβαροι τριχωτοί οχτροί τσατάλιασαν τον ευσπλαχνικό άρχοντα, τους στρατιώτες του δηλαδή, για να καταλαβαινόμαστε, και οι αγνώμονες κόμητες και βαρώνοι του πήρανε τον θρόνο και τον δώσανε σ' έναν άλλο και μαζί και τη κορώνα και την ορφανή πριγκιποπούλα που πάει πακέτο με το βασίλειο του μπαμπά της του μακαρίτη.
Ο νέος βασιλιάς ήταν τύπος μποέμ, καλοπερασάκιας, τριλιμπούρδιζε ασυστόλως, έπινε τον αγλέουρα και καλά έκανε ο άνθρωπος, παρντόν ο βασιλιάς ήθελα να πω, και κουμάντο στη ζωή του ας κάνει μοναχός του και δεν μας πέφτει και λόγος. Όταν είδε όμως την ορφανή πριγκιποπούλα (και το βασίλειο) την ηράσθη σφόδρα και ήταν πια αδύνατο να ζήσει χωρίς αυτή (και το βασίλειο του μπαμπά του μακαρίτη). Εν δόξη και τιμή λοιπόν εστεφάνωσεν αυτούς ο πανάγαθος και η απροστάτευτη πριγκιποπούλα, βασίλισσα πλέον και κυρά, εγκαταστάθηκε στο παλάτι.
Αλλά, ο ένας αλητάμπουρας, του γλεντιού και του ποδόγυρου, η άλλη με αρχές και χριστοπρέπεια, κάπου άρχισε το πράμα να σκαλώνει. Σαρακοστή και σαράντα μέρες ραδικοβλάσταρα επέβαλε η θεούσα η Βασίλισσα στο παλάτι και παραλίγο να του 'ρθει κόλπος του άρχοντα. Αλλά δε βαριέσαι, το 'σκαγε και κατέβαινε στη φρουρά του ανακτόρου που παράγγελνε πιτόγυρα και μπύρες απ' έξω (κάποια πράγματα γίνονται ΚΑΙ στα παραμύθια) και λίγδωνε λίγο τ' αντεράκι του. Έλα όμως που με το κοκό δε γινόταν τίποτα και η φρουρά δεν ενδείκνυται για τέτοια θέματα. Δεν έχει κοκό τις νηστείες, δεν έχει κοκό σαββατοκύριακα, κοκό μόνο για μπεμπέ, καταλαβαίνετε τώρα, Μεσαίωνας, άλλα μυαλά είχε ο κόσμος, όχι σα σήμερα.
Φαίνεται πάντως ότι το πρώτο καιρό δυό φορές το πνίξανε το κουνέλι γιατί δυό φορές είχαμε βασιλικότατα γεννητούρια.
Αλλά τον έκοφτε κι άλλο πράγμα τον βασιλιά. Η θεούσα συμβία του πρέπει να έκανε σπατάλες στο υπουργείο κοινωνικής αλληλεγγύης, σκορπώντας τα ωραία φλουριά του βασιλιά στους φτωχούς, από τους οποίους με τόσο κόπο τα έπαιρνε αυτός και οι αυλικοί του ώστε να παραμείνουν φτωχοί, ταπεινοί και καταφρονημένοι και να έχουν περισσότερες ελπίδες να μπουν στο παράδεισο. Αλλά και στους σακάτηδες και τους ζητιάνους μοίραζε, σ’ αυτούς δηλαδή που έφερνε πίσω ο κύρης της από τις εκστρατείες του.
Αλλά εκείνο το κοκό βρε παιδάκι μου, εκείνο το κοκό ήταν μαρτύριο, δεν αντεχόταν με τίποτα. Γιατί οι κατά μόνας ηδονές και δε σε χορταίνουν και δεν αρμόζουν σε βασιλέα, άσε και που είναι μεγάλην αμαρτίαν κι αν το' παιρνε χαμπάρι η κυρά του θα πήγαινε η πατάτα μπλούμ κι το πατερμό σύννεφο, άσε τη κρεβατομουρμούρα.
Και πως ν' αντέξει ο άνθρωπος, μπαρδόν ο βασιλεύς ήθελα να πω, γλώσσεψα την μπέρδα μου και να με συμπαθάτε, όταν τριγυρίζει στην Αυλή του και η κόμισσα. Ποια κόμισσα απ' όλες; Έλα που κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις τώρα! Η έτσι, με τα μπαλκόνια και τα καπούλια τα έτσι που όταν υποκλίνεται και προσκυνά, ο βασιλιάς γίνεται πορτοκαλί και γουρλώνει το μάτι του κι όταν ακούει το «ευχαριστώ μεγαλειότατε δια την φιλοφρόνησις» από μια φωνή που ξυπνάει τους πεθαμένους του βασιλείου, άντε! Ακόμα δε κατάλαβες για ποια κόμισσα σου λέω; Και κάποια στιγμή, πόσο να μείνει πιστός στο στεφάνι του ο καψερός, δε θέλει και πολύ ο άνθρωπος, παρακούνησε και την ουρίτσα της η κόμισσα και μια βραδιά στο μπουντουάρ επιτελέσθη το μοιραίον.
Άντε τώρα να μαζέψεις τον στερημένο, τού 'κανε και τα παλαβά της η κόμισσα, σκέρτσα και νάζια και σχέδια και κολπάκια, άσε που όταν έτρεχε στα μοναστήρια η ενώπιον θεού και ανθρώπων συμβία και βασίλισσα για νά 'βρει τη θεία φώτιση, περιδρόμιαζε ο καλός σου ο βασιλιάς και κανένα πικάντικο χοληστερινάτο, κι έβρισκε την δύναμη ν' αντέξει τη θεούσα, που χίλια φουστάνια χλιδάτα της είχε κι αυτή το ίδιο ράσο, μες στη μαύρη μαυρίλα απ' όξω και στην άσπρη ασπρίλα από μέσα.
Είδε κι απόειδε ο μπουχτισμένος ο βασιλιάς, πού χε και το μέλι στα δάχτυλα βέβαια, και μια φορά που η ενώπιον θεού και ανθρώπων επέστρεψε από μια συγκομιδή θείας φώτισης, της λέει αγαναχτισμένος άει σιχτίρ μ' έπρηξες, τη ζωή μού 'φαγες, μού ‘κανες το συκώτι τούμπανο, δεν έχεις ξουρίσει τα ποδάρια σου και τις μασχάλες σου από τότε που σε πήρα, γκαβός ήμουνα; Τα ξύδια μου μέσα, πρέπει να το κόψω το ρημάδι, δεν πήρα γυναίκα γω, τον πατέρα Παΐσιο πήρα! Ά μα πια, για λίγο κοκό κι αυτό μίζερο σταυροκοπιέσαι από τούφα σε τούφα και από τούφα σε τούφα, έλεος πια! Δε λες που μού κατσε κι η κόμισσα και θυμήθηκα πως ζει ο κόσμος!
Σόκ η μεγαλωμένη με χριστοπρέπεια βασίλισσα! Κόκκαλο! Ούτε κατάλαβε από πού της ήρθε!
Κι αυτός ο μεγαλοδύναμος που συνομιλούσαν κάθε μέρα δε της σφύριξε το παραμικρό και να μην το ήξερε αποκλείεται. Τόσα κομποσκοίνια είχε λιώσει, φυτίλια τα είχε κάνει, τόσα φλουριά του αφιέρωνε, μέσω των επισκόπων και των καρδιναλίων βεβαίως, τόσες καραβιές λιβάνια!
Πω- πω τι την βρήκε!
«Εσύ; Με το ξέκωλο; Τι της βρήκες αυτηνής;» πρόλαβε να ψελλίσει πριν φύγει τρέχοντας με το ράσο της να ανεμίζει αφήνοντας ένα σύννεφο σκόνης ψειρών και ψύλλων πίσω του.
Με θολωμένο το μυαλό της κατεβαίνει στα διαμερίσματα του διαδόχου και μπαίνει σε έξαλλη κατάσταση στο play room όπου ο διάδοχος και ο μικρότερος αδελφός του έπαιζαν αμέριμνοι. «Γιατί κλαις μανού...» πρόλαβε να αρθρώσει ο διάδοχος καθώς η απελπισμένη βασίλισσα τον γράπωνε από τον καρπό και τον έσερνε βίαια πίσω της.
Η τρέλα πάει στα βουνά, κουβαλώντας μαζί της την βασίλισσα και ένα παιδί, το παιδί της. Ζει σαν αγρίμι, τρέφεται μόνο με χόρτα σαν τις κατσίκες του βουνού, και το παιδί της μαζί. Το ράσο της έχει διαλυθεί με τον καιρό αλλά ως άλλη Ιώβ δεν πτοείται και συνεχίζει. Με το παιδί της μαζί. Τελικά τη σπιτώνει ένας παπάς κάπου στα βουνά. Και το παιδί της μαζί. Τι ξεπεσμός για μια βασίλισσα, και το παιδί της μαζί! Πέντε χρόνια διαρκεί αυτός ο αυτοεξευτελισμός της χριστιανοπρεπούς ευγενεστάτης και φιλάνθρωπης βασίλισσας και μάνας των δύο παιδιών της, του ενός που τραβολογάει μαζί της σα κατσικάκι στα όρη τ' άγρια βουνά και τα λαγκάδια πέντε χρόνια τώρα, και του άλλου που έχει εγκαταλείψει πέντε χρόνια τώρα.
Πίσω στο παλάτι, ο βασιλιάς έχει βρει το φως του. Έχει ανεβάσει το ουρικό οξύ του και τα τριγλυκερίδια στα φυσιολογικά επίπεδα, ξεμύρισε η κρεβατοκάμαρα από το λιβάνι και μοσχοβόλαγε το φίνο και μεθυστικό άρωμα της κόμισσας, διαπίστωσε ότι το επίμαχο σύστημα λειτουργεί κανονικά (σα το ποδήλατο που δε ξεχνιέται ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν), γλύτωσε κι απ' τη ποδαρίλα την ανακατωμένη με σουβλακίλα μ' απ' όλα των κοιτώνων της φρουράς που δεν άντεχε. Άρχισαν και τα γλέντια κι οι χοροί στο παλάτι κι έτσι ξαναχαμογέλασε στη ζωή. Ιππότες πάνω σε αλόγατα με αστραφτερές πανοπλίες κονταροχτυπιούνταν με fake δόρατα στον περίβολο του παλατιού, μπροστά στα μάτια της κάθε δεσποσύνης με μυτερό καπέλο και ένα τούλι στη κορφή του... Η δε κόμισσα αποδείχθηκε πολύ ευχάριστη συντροφιά αλλά και γάτα, πολύτιμη σύμβουλος σε πολλά θέματα του βασιλείου. Όπως για παράδειγμα στον εξορθολογισμό των χρηματοδοτήσεων προς τον μεγαλοδύναμο, μέσω των επισκόπων και των καρδιναλίων πάντοτε, και προς τους δούκες και τους βαρόνους που διαχειρίζονταν πιο κοσμικές υποθέσεις, όπως οι εξοπλισμοί, η εξεύρεση ανθεκτικότερων δούλων σε καλύτερες τιμές, η γευσιγνωσία και η οινολογία, η προμήθεια ωραιότατων λευκών αλόγων κ.ο.κ.
Τα φλουριά και η εξουσία, όμως, έχουν πολύ ευαίσθητες ισορροπίες και η κάθε μετατόπισή τους μπορεί να τα κάνει όλα μπάχαλο. Από δήμαρχος γίνεσαι κλητήρας, από διάκος καρδινάλιος κι από βαρόνος υποκόμης, από τη μια στιγμή στην άλλη. Και κάτι τέτοιο έγινε μετά από πέντε χρόνια κι ο βασιλιάς έμεινε βασιλιάς αλλά ποιανού βασιλείου θα σας γελάσω, ούτε ο ίδιος δεν ήξερε… γιατί, λέει, μετανόησε, λέει, πικρά, λέει, για όσα είπε στη βασίλισσά του, λέει, εκείνη την αποφράδα ημέρα, λέει, κι αυτό έκανε μέχρι το τέλος της ζωής του, λέει, τρώγοντας κολοκυθοκορφάδες, λιώνοντας κομποσκοίνια, λέει, και από τότε μόνο τέσσερις φορές έκανε αυτό το πράγμα που εννοούσε η βασίλισσά του sex, λέει, και μόνο για τεκνοποιία.
Πέντε χρόνια αργότερα, λοιπόν, χτύπησε η πόρτα της καλύβας του εφημέριου που είχε σπιτωμένη τη βασίλισσα και το παιδί της. Ανοίγοντας ο εφημέριος είδε μπροστά του όλους τους καρδινάλιους και τους επισκόπους να την προσκυνούν και να την εκλιπαρούν να γυρίσει στο παλάτι και να αναλάβει τα υπουργεία κοινωνικής αλληλεγγύης και οικονομικών εν λευκώ. Και να βάλει και κανένα ρουχαλάκι της προκοπής γιατί το θέαμα του διαλυμένου ενός και μοναδικού ράσου δεν αρμόζει σε μια βασίλισσα και ότι να κάνει και ένα μπανάκι γιατί βρωμάει και ζέχνει τόσα χρόνια άπλυτη. Για το θέαμα που παρουσίαζε το (ένα από τα δύο) παιδί της τόσο στοργικής και ισορροπημένης γυναίκας, βασίλισσας και Μάνας δεν έγινε κανένα σχόλιο.
Η βασίλισσα, με νέο ολοκαίνουργιο ράσο, με ένα κρύωμα που πάθαινε κάθε φορά που πλενόταν(*), και τις επευφημίες του πλήθους που θα τους έδινε ξανά τα φλουριά που τους έπαιρνε ο βασιλιάς και που θα τους τα ξανάπαιρνε πίσω μετά ο κύρης, άντρας και αφέντης της, θα μένανε φτωχοί και θα πηγαίνανε στον παράδεισο εκ του ασφαλούς, σε μια σεμνή τελετή ματακαβάντζωσε το θρόνο της. Κι όλα κύλαγαν χρυσά και άγια στο Βασίλειο κι ο βασιλιάς δεν ασχολούταν με τα κοινά αλλά μόνο για τη μετάνοιά του για όσα έκανε στη βασίλισσά του. Η βασίλισσά του, έδινε φλουριά στους καρδινάλιους για να τα δώσουν στον θεό κι αυτοί τα πέταγαν στον αέρα κι όσα έπιανε ο θεός τα κράταγε και όσα πέφτανε στη γη τα κρατούσαν οι ίδιοι σαν ταπεινή ελαχίστη αποζημίωση για τη πνευματική καθοδήγηση του βασιλείου. Οι βαρόνοι και οι κόμητες συνέχισαν τις εγκόσμιες υποχρεώσεις τους, αλλά καλού κακού, προσέφεραν στη κόμισσα και υποχρεωτικές τρόπον τινά διακοπές διαρκείας στα εξωτερικά, γιατί δε συνέφερε, ούτε με τη βασίλισσα και τους καρδινάλιους να τα χαλάσουν, ούτε να ξαναμπούν τίποτα ιδέες στον μετανοούντα βασιλέα. Κι έτσι επανήλθε η τάξη και η ησυχία στο βασίλειο.
Μετά από χρόνια ο βασιλέας αποφάσισε ή αποφάσισαν κάποιοι άλλοι, ότι πρέπει να πάει να βρει τον δημιουργό του επειγόντως, και το έπραξε άμεσα και με απόλυτη επιτυχία. Τότε η βασίλισσα, απαρνήθηκε οριστικώς και τα τελευταία εγκόσμια, έφτιαξε ένα ιδιωτικής χρήσεως μοναστήρι όπου είχε πλήρη και αποκλειστική απασχόληση και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου πήγε κι αυτή να βρει τον αντρούλη της.
Αλλά δεν έκατσε πολύ εκεί, γιατί οι φτωχοί που τους έδινε φλουριά που τους είχε πάρει ο βασιλιάς και μετά θα τους τα ξανάπαιρνε πίσω ο άντρας της για να τα δώσει στους καρδινάλιους και αυτοί να το δώσουν στον θεό για να πάνε οι φτωχοί στον παράδεισο, την αγαπούσαν τόσο πολύ που τη φωνάζανε συνέχεια και αυτή κατέβηκε, έκατσε σαν σύννεφο πάνω από την πρωτεύουσα του βασιλείου και από τότε την προστατεύει από κάθε κακό, εκτός από κακούς βασιλιάδες και κακούς βαρόνους (κακοί επίσκοποι και κακοί καρδινάλιοι δεν υπάρχουν, διότι είναι άνθρωποι του θεού).
Πολλά χρόνια αργότερα, ένας καρδινάλιος και πολλοί επίσκοποι άνοιξαν το τάφο που είχαν θάψει τη βασίλισσα, βγάλανε τα κόκαλα που ευωδίαζαν μύρο και μερικούς σπονδύλους, πλευρά και κάτι άλλα που περισσέψανε κατά τη συναρμολόγηση, τα παραχωρήσανε ευλαβώς για να βγουν τα έξοδα της εκταφής. Τα υπόλοιπα τα έχουν σε κοινή θέα και έναντι μικρού αντιτίμου μπορεί να τα θαυμάσει όποιος φτωχός νεκρόφιλος το επιθυμεί. Και μια φορά το χρόνο τα περιφέρουν σε όλη τη πρωτεύουσα για να τα βλέπει η βασίλισσα από το συννεφάκι της και να θυμάται πως ήταν και πως έγινε.
Κι έτσι, ζήσανε αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερααααααααααααα!
(*) Στο Μεσαίωνα μπάνιο κάνανε μόνο οι ευγενείς. Οι πιο υποχόνδριοι με την καθαριότητα το έκαναν μια φορά το χρόνο το πολύ.
+ΤΑC EUΛΟΓΙΑC MOU NA EXHTE ΠΙCTA ΜΟU TEKNA+
ΥΓ: Κι όμως το παραμύθι είναι πραγματικό και το επιβεβαιώνουν και ιερατικές και κοσμικές πηγές!!!
ΥΓ1: Πρωτοδημοσιεύτηκε εδώ, πέρσι τέτοιες μέρες….
ΥΓ2: Η σύγχυση που επικρατεί στο εάν είναι αγία ή οσία οφείλεται στο ότι το πτυχίο που έχει η εν λόγω, το πήρε από τα ΙΙΕΚ Άρτας και Σερβίων Κοζάνης και δεν αναγνωρίζεται ούτε από την ελλαδική σαμανία, ούτε από την οικουμενική αρχισαμανία, πιθανότατα γιατί δεν έχει φέρει ακόμη το προβλεπόμενο ποσό στο παγκάρι. Παρά ταύτα, συνεχίζει να εξασκεί το επάγγελμα της πολιούχου προστάτιδος χωρίς προβλήματα…
ΥΓ3: Από το ΕΡΕΥΝΑ NEWS : Την έγκριση δαπάνης έως 25.000€ σε βάρος του Κ.Α.«Δαπάνες δεξιώσεων και εθνικών και τοπικών εορτών» για τον εορτασμό της Αγίας Θεοδώρας (στις 11 Μαρτίου) και την τέλεση του Δημοτικού Μνημόσυνου (στις 20 Μαρτίου) αποφάσισε ομόφωνα (Όλγα μου κι εσύ???) το Δημοτικό Συμβούλιο Άρτας στη συνεδρίαση της 22ας Φεβρουαρίου. Όσον αφορά τον εορτασμό της Αγίας Θεοδώρας, η έγκριση αφορά στην κάλυψη των δαπανών για φιλοξενία, το γεύμα των επισήμων, προσκεκλημένων και Φιλαρμονικών, την προμήθεια αναμνηστικών, την προμήθεια έντυπου υλικού (προσκλήσεις — φάκελοι) και ανθοστολισμούς.
Ο δήμος της Άρτας, κι αυτό αφορά τη Δημοτική αρχή αλλά και τις παρατάξεις του Δημοτικού Συμβουλίου, φαίνεται πως δεν έχουν αντιληφθεί ακόμη ούτε τη δεινή θέση της χώρας σε σχέση με τα οικονομικά αλλά πολύ περισσότερο την γενικευμένη απέχθεια των πολιτών σε δημόσιες δαπάνες υπέρ της κάθε είδους «νομενκλατούρας».
Και δεν λέει κανείς τίποτε για το δημόσιο εορτασμό της πολιούχου, τα τραπεζώματα όμως σε τι χρειάζονται;
Ας δοθούν τα χρήματα σε άπορες οικογένειες που κάθε μέρα όλο και αυξάνονται, αλλά το να κάνουν σύναξη οι προύχοντες και να «περιδρομιάσουν» με έξοδα του λαού είναι όπως και να το κάνουμε στις μέρες που ζούμε ... αν μη τι άλλο, προκλητικό.
ΥΓ4: Την 11η Μαρτίου ενεστώτος έτους, καμιά διακοσαριά σαμάνοι, περιβεβλημένοι με απαστράπτουσες και προκλητικές χρυσοκέντητες και με πολύτιμους λίθους κελεμπίες, στέμματα και μαγκούρες αξίας εκατομμυρίων ευρώ, θα παρελάσουν κορδωμένοι και με στόμφο περισσό μπροστά από τους φορολογούμενους πολίτες που τους μισθοδοτούν. Τους πολίτες του φτωχότερου Νομού της φτωχότερης Περιφέρειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα συνοδεύονται από τα ελληνικά στρατά και τη μαθητιώσα νεολαία που θα περπατούν εν τάξει και ευταξία με βήμα σερνάμενο, όπως αρμόζει στην περίσταση. Και ούλοι τους θα ακολουθούν ένα δήθεν θαυματουργό είδωλο και μιαν ασημένια κάσα με ανθρώπινα οστά αγνώστου προελεύσεως. Ίσως να εμφανιστεί δημοσίως και ο Πρώτος Αρταίος Πολίτης κι ΑΥΤΟ κι αν είναι ΘΑΥΜΑ!!!
ΥΓ5: Η πληροφορία περί παρουσίας των κεντρικότερων προσώπων της επικαιρότητας, του εξοχοτάτου κυρίου Jean Claude Triche και της εριτίμου δεσποινίδος Τζούλιας Αλεξανδράτου, κρίνεται ως ανακριβής και υποβολιμαία.